(+30) 6988566477
1ο χιλ. Δράμας - Μικροχωρίου, | Τ.Θ. 172, Δράμα 66100

Η εδαφική υγρασία και οι προοπτικές του καιρού: Μια σιωπηλή παράμετρος που κρίνει τη γεωργία και την ανθεκτικότητα της χώρας

14 Οκτωβρίου 2025

Πολύ ευοίωνη προοπτική παρουσιάζουν τα προγνωστικά δεδομένα του καιρού περίπου μέχρι το τέλος του μήνα, με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεσοπρόθεσμων Προγνώσεων (ECMWF). Ο Οκτώβριος φαίνεται να εξελίσσεται σε μια περίοδο σταθερού και βροχερού καιρού για μεγάλο μέρος  της χώρας , συνέχεια των επεισοδίων βροχόπτωσης που εκδηλώθηκαν στην αρχή του μήνα. Στον παρακάτω χάρτη διακρίνουμε οτι τα επίπεδα βροχοπτώσεων στο χρονικό διάστημα 13-20 Οκτωβρίου 2025 θα είναι αυξημένα στη δυτική Ελλάδα . 

Τα συστήματα χαμηλής πίεσης που επηρέασαν τη χώρα το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου είχαν ως αποτέλεσμα να εμπλουτιστεί σημαντικά το ανώτερο στρώμα του εδάφους με υγρασία, ιδιαίτερα στις ηπειρωτικές περιοχές. Αυτή η προσωρινή «ανακούφιση» ακολουθεί μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας που επικράτησε κατά το τέλος του καλοκαιριού, με εμφανή σημάδια ξηρασίας στη νότια και ανατολική Ελλάδα.

Οι βροχές θα συνεχιστούν ,όπως παρατηρούμε και από τον παραπάνω χάρτη από τις 20 -27 Οκτωβρίου 2025 , κυρίως στα δυτικά και τα Βόρεια και μόνο η περιοχή της νότιας νησιωτικής χώρας  φαίνεται να βρίσκεται εκτός .

Τα ευρήματα του meteo – Η εικόνα της εδαφικής υγρασίας

Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr, μετά τα διαδοχικά επεισόδια βροχοπτώσεων της πρώτης εβδομάδας του Οκτωβρίου, παρατηρήθηκε εντυπωσιακή άνοδος της εδαφικής υγρασίας και στα δύο βασικά στρώματα μέτρησης:

  • Στο ανώτερο στρώμα (7–28 εκ.), το οποίο ανταποκρίνεται άμεσα στις μετεωρολογικές μεταβολές, η αύξηση της υγρασίας ήταν θεαματική. Στις 8 Οκτωβρίου, το σύνολο σχεδόν της χώρας –πλην της Κρήτης– εμφάνιζε συνθήκες πλεονάσματος εδαφικής υγρασίας.

  • Στο βαθύτερο στρώμα (28–100 εκ.), που αντανακλά τις πιο μακροπρόθεσμες συνθήκες, σημειώθηκε επίσης βελτίωση. Ωστόσο, λόγω της αδράνειας του υποστρώματος και της καθυστερημένης απόκρισης του εδάφους, μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και της Κρήτης παραμένει σε καθεστώς ξηρασίας, συχνά ακραίου χαρακτήρα.

Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο στρωμάτων είναι αναμενόμενη: το επιφανειακό έδαφος αντιδρά ταχύτατα στη βροχή, ενώ τα βαθύτερα στρώματα απαιτούν εβδομάδες ή και μήνες συνεχούς υγρασίας για να αποκατασταθούν πλήρως.

Η εδαφική υγρασία είναι από τους πιο κρίσιμους δείκτες της γεωργικής παραγωγής, της ενεργειακής ισορροπίας της επιφάνειας και της εξέλιξης των υδρολογικών φαινομένων. Παρότι συχνά αγνοείται στις καθημερινές αναλύσεις καιρού, αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη των καλλιεργειών (βλάστηση, ανθοφορία, ωρίμανση) , την εμφάνιση πλημμυρικών ή ξηρικών επεισοδίων, καθώς η κορεσμένη γη μειώνει την απορρόφηση υδάτων. Μεγάλο ρόλο διαδραματίζει στην ενεργειακή ροή μεταξύ εδάφους και ατμόσφαιρας, άρα και στη θερμοκρασία επιφάνειας. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να αγοήσουμε ότι επηρεάζει την πρόγνωση των πυρκαγιών, αφού επηρεάζει την ευφλεκτότητα της βλάστησης. Η παρακολούθηση αυτού του δείκτη είναι επομένως ζωτικής σημασίας για την εθνική στρατηγική προσαρμογής στην κλιματική κρίση.

Χάρτης από το EDO-European Drought Observatory έως 30-9-2025 με τον δείκτη CDI-Combined Drought Indicator1, ο οποίος, εκτός από τον υετό, λαμβάνει υπόψη και την εδαφοϋγρασία και τις συνθήκες βλάστησης. 

Το πρόβλημα των ανεπαρκών μετρήσεων στην Ελλάδα και η απώλεια του γεωργικού δικτύου της ΕΜΥ

Παρά τη σημασία της εδαφικής υγρασίας , στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αρκετοί μετεωρολογικοί – ή γεωργικοί – σταθμοί που μετρούν την εδαφική υγρασία. Οι περισσότερες εκτιμήσεις που έχουμε σήμερα προέρχονται αποκλειστικά από αριθμητικά μοντέλα ή δορυφορικές παρατηρήσεις, χωρίς την επιβεβαίωση πραγματικών μετρήσεων.

Αυτή η εξάρτηση από μοντέλα δημιουργεί σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας. Τα μοντέλα βασίζονται σε παραμέτρους όπως η θερμοκρασία, η βροχόπτωση, ο τύπος του εδάφους και η κάλυψη βλάστησης. Όμως δεν μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια τη χωρική ετερογένεια των ελληνικών εδαφών – από τις ασβεστολιθικές πλαγιές της Πελοποννήσου έως τα αργιλώδη πεδία της Θεσσαλίας. Έτσι, συχνά δίνουν λανθασμένα σήματα: περιοχές που φαίνονται «υγρές» στα μοντέλα μπορεί να είναι ξηρές στην πραγματικότητα και το αντίστροφο.

Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (ΕΜΥ) διέθετε στο παρελθόν σημαντικό αριθμό γεωργικών σταθμών, που κατέγραφαν καθημερινά όχι μόνο τη θερμοκρασία και τη βροχή, αλλά και την εδαφική υγρασία, την εξατμισοδιαπνοή και τη θερμοκρασία του εδάφους. Οι σταθμοί αυτοί εξυπηρετούσαν τον Έλληνα αγρότη, αλλά και την επιστημονική κοινότητα, αφού οι μετρήσεις τους τροφοδοτούσαν διεθνείς βάσεις δεδομένων, όπως το FAOCLIM και τα συστήματα του  WMO (World Meteorological Organization). Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια πολλοί από αυτούς τους σταθμούς ανεστάλησαν ή καταργήθηκαν, είτε λόγω έλλειψης προσωπικού είτε λόγω μη συντήρησης του εξοπλισμού. Έτσι, η χώρα έχασε ένα πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση του εδαφικού και γεωργικού μικροκλίματος.

Αυτή η απώλεια δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα· είναι θεσμικό και στρατηγικό έλλειμμα. Όταν οι μετρήσεις σταματούν, σταματά και η δυνατότητα μακροχρόνιας σύγκρισης, που είναι κρίσιμη για την ανάλυση της κλιματικής μεταβολής.

Η ανάγκη μιας νέας στρατηγικής

Η Πολιτεία, τα τελευταία χρόνια, έχει επιδείξει αξιόλογο ενδιαφέρον για την εγκατάσταση νέων μετεωρολογικών σταθμών μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων ή ερευνητικών έργων. Όμως, συχνά το ενδιαφέρον αυτό επικεντρώνεται στην καταγραφή των «κλασικών» μετεωρολογικών παραμέτρων (θερμοκρασία, υετός, άνεμος, πίεση, υγρασία αέρα). Σήμερα, είναι καιρός να γίνει ένα ποιοτικό άλμα: να προστεθούν αισθητήρες εδαφικής υγρασίας σε κάθε νέο σταθμό και, όπου είναι εφικτό, να αναβαθμιστούν οι υπάρχοντες.

Μια εθνική στρατηγική για την εδαφική υγρασία θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  • Επαναλειτουργία των γεωργικών σταθμών της ΕΜΥ, τουλάχιστον σε αντιπροσωπευτικές αγροτικές περιοχές.
  • Ενσωμάτωση αισθητήρων υγρασίας σε σταθμούς που λειτουργούν από πανεπιστήμια, δήμους ή ερευνητικά κέντρα.
  • Σύνδεση όλων των σταθμών σε ένα κοινό δίκτυο, με αυτόματη μετάδοση δεδομένων σε εθνική βάση (π.χ. μέσω του Εθνικού Δικτύου Παρατήρησης της Κλιματικής Αλλαγής).
  • Διασταύρωση των μετρήσεων με δορυφορικά δεδομένα (Copernicus, SMOS, Sentinel-1/2) ώστε να βελτιωθούν τα μοντέλα.
  • Εκπαίδευση αγροτών και τεχνικών για την αξιοποίηση των δεδομένων στην πράξη.

Η πληροφορία αυτή δεν αφορά μόνο τη γεωργία· αφορά την πολιτική προστασία, τη διαχείριση υδάτινων πόρων και την ενεργειακή πολιτική. Στην Ευρώπη, τα συστήματα εδαφικής υγρασίας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των εθνικών μετεωρολογικών υπηρεσιών. Η Météo-France, η DWD (Γερμανία) και το UK Met Office διαθέτουν δεκάδες σταθμούς με αισθητήρες εδάφους που συνδέονται με προγνωστικά και γεωργικά μοντέλα. Η Ιταλία εφαρμόζει το δίκτυο SIAS στη Σικελία, όπου κάθε γεωργικός σταθμός μετρά την υγρασία εδάφους σε δύο στρώματα. Η Ισπανία, μέσω της AEMET και των περιφερειακών της υπηρεσιών, έχει ενσωματώσει τα δεδομένα εδάφους στα προγνωστικά της μοντέλα πυροπροστασίας.  Η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Με μόλις λίγους αισθητήρες ανά περιφέρεια, θα μπορούσε να βελτιώσει δραστικά την αξιοπιστία των προβλέψεων και να στηρίξει αποτελεσματικά την πρωτογενή παραγωγή.

Η εποχική προοπτική και οι επιπτώσεις- Από τα μοντέλα στην πραγματικότητα

Αν επιβεβαιωθούν τα σημερινά σενάρια του ECMWF, το υπόλοιπο του Οκτωβρίου αναμένεται ήπιο και ευνοϊκό για την αποστράγγιση και σταθεροποίηση των εδαφών, χωρίς σημαντικά πλημμυρικά επεισόδια. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική για τη γεωργία, επιτρέποντας στις καλλιέργειες να επωφεληθούν από τη συσσωρευμένη υγρασία των προηγούμενων ημερών χωρίς νέες καταστροφικές βροχοπτώσεις. Ωστόσο, χωρίς συστηματικές πραγματικές μετρήσεις, οι θετικές αυτές εκτιμήσεις παραμένουν υπόθεση. Οι αριθμητικές προγνώσεις είναι πολύτιμες, αλλά δεν αντικαθιστούν την άμεση παρατήρηση. Η παρατήρηση της γης –με απλά αισθητήρια μέσα– είναι η βάση κάθε αξιόπιστης πρόγνωσης.

Η τεχνολογία των αριθμητικών μοντέλων μάς προσφέρει σήμερα εξαιρετικά εργαλεία πρόγνωσης, όπως το ECMWF και τα προϊόντα του Copernicus. Όμως, τα μοντέλα χρειάζονται δεδομένα. Χωρίς σταθμούς που να μετρούν την πραγματικότητα, ακόμη και το πιο εξελιγμένο σύστημα παραμένει «τυφλό». Η Ελλάδα, χώρα με έντονη μικροκλιματική διαφοροποίηση, δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε μοντέλα ευρωπαϊκής κλίμακας. Χρειάζεται δικό της δίκτυο μετρήσεων που θα αποτυπώνει τη φυσική ποικιλία του εδάφους, από τη Θεσσαλία μέχρι τα νησιά του Αιγαίου. Η επαναλειτουργία των γεωργικών σταθμών της ΕΜΥ και η προσθήκη αισθητήρων εδαφικής υγρασίας δεν είναι πολυτέλεια· είναι προϋπόθεση επιβίωσης για την αγροτική οικονομία και τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων.

Όπως εύστοχα επισημαίνουν οι ερευνητές «η γη θυμάται». Και αν θέλουμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά θυμάται, πρέπει να την ακούμε μέσα από τις μετρήσεις της. Η Πολιτεία έχει τώρα μια σπάνια ευκαιρία: να περάσει από τη θεωρία της πρόγνωσης στη γενναία πράξη της παρατήρησης.

Πηγές : EEA/Meteo, Νάσσης, Π., Καπράνης, Γ. κ.ά. (2024). Μεταβολή της εδαφικής υγρασίας στην Ελλάδα βάσει δεδομένων ECMWF & Copernicus,  Lagouvardos, K., Kotroni, V. et al. (2022). Soil moisture evolution during major rain events in Greece derived from numerical models and in-situ data. ΕΑΑ Τεχνική Έκθεση 22-03 , WMO (2011). Guide to Agricultural Meteorological Practices (WMO-No. 134). 3rd Edition, Geneva.

Θεόδωρος Ν. Κολυδάς
Διευθυντής Τομέα Υδρομετεωρολογίας και Φυσικών Καταστροφών εργαστηρίου Assist Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης – Mετεωρολόγος Star Channel – Πρώην Διευθυντής Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου ΕΜΥ – Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Έδρας UNESCO Con-E-Ect