Tην ανάγκη να επανασχεδιαστούν εκ βάθρων όλα τα αντιπλημμυρικά έργα στη χώρα μας αλλά κυρίως να εκπαιδευτούν άμεσα οι πολίτες ως προς την αντιμετώπιση των ακραίων καιρικών φαινομένων υπογραμμίζει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, Δημήτρης Εμμανουλούδης, σε συνέντευξή του στο Liberal.gr.
Ο καθηγητής Εμμανουλούδης εκτιμά πως πρέπει πλέον να μάθουμε να ζούμε και να εκπαιδευτούμε απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα, καθώς οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι αναπόφευκτες και ήδη μέσα σε τρεις εβδομάδες η χώρα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με δύο σφοδρότατα κύματα κακοκαιρίας, που οδήγησαν σε θανάτους αλλά και σε σοβαρές οικολογικές και υλικές ζημιές τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη Β. Εύβοια.
Παράλληλα, σημειώνει ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα και η Θεσαλονίκη διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο εξαιτίας των πλημμυρών.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Κύριε καθηγητά μέσα σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες, η Θεσσαλία και ειδικότερα οι περιοχές του Βόλου και της Καρδίτσας έζησαν μια διπλή καταστροφή, με την έλευση των ακραίων καιρικών φαινομένων Daniel και Elias αντίστοιχα. Μήπως τελικά έφτασε ο καιρός να μάθουμε να ζούμε ως πολίτες με τις ραγδαίες και απότομες αλλαγές του καιρού; Πώς θα αντιμετίζουμε στο εξής τέτοιους είδους καταστάσεις;
Αρχικά θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον πληθυσμό και αυτό είναι το πιο βασικό, ήτοι στο πώς θα πρέπει να αντιδρά σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως πολύ σωστά επισημαίνετε κι εσείς, οι ακραίες καιρικές καταστάσεις τείνουν να είναι συνεχόμενες και επαναλαμβανόμενες. Άρα η εκπαίδευση του πληθυσμού είναι κρίσιμης σημασίας. Ήδη τα πράγματα, αυτή τη φορά, εν μέσω της κακοκαιρίας Elias ήταν σαφώς καλύτερα σε σχέση με πριν από τρεις εβδομάδες: Οι πολίτες ήταν πιο υποψιασμένοι, υπάκουσαν πολύ πιο εύκολα στο να παραμείνουν στα σπίτια τους και να μην κινούνται άσκοπα. Άρχισαν να μην αψηφούν τον πλημμυρικό κίνδυνο, όπως τουλάχιστον τον αψηφούσαν μέχρι και την έλευση του Daniel.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι σιγά – σιγά αρχίζουμε και μαθαίνουμε – δυστυχώς – να ζούμε με τις πλημμύρες. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτές, όπως ακριβώς μάθαμε ως χώρα να ζούμε και με τους σεισμούς.
Είναι πιο εύκολο να χειριστούμε έναν κίνδυνο από πλημμύρα, διότι το νερό είναι προβλέψιμο ως προς τα πού θα κινηθεί, κάτι που δεν ισχύει ούτε για την πυρκαγιά ούτε και για τον σεισμό.
Άρα, αν εκπαιδευτούμε σωστά, αλλά και οι πρώτοι αποκριτές (σ.σ. Δήμοι, Περιφέρειες, κλιμάκια Πολιτικής Προστασίας) και γενικά όλοι οι ενεργούντες, οι οποίοι ακόμη και τώρα δεν έχουν επαρκή εκπαίδευση, τότε θα είμαστε πολύ πιο έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο φαινόμενο.
Όμως και αυτό από μόνο του δεν φτάνει. Θα πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τα έργα. Είναι σαφές, πλέον, ότι θα πρέπει να γίνει επανασχεδιασμός όλων των αντιπλημμυρικών έργων, παντού και όχι μόνο στις λεγόμενες «ευάλωτες» περιοχές. Αυτό σημαίνει την υιοθέτηση νέων μεθόδων και τεχνικών, σίγουρα όχι αυτές που είχαν υιοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, καθώς τα μοντέλα αυτά έχουν πλέον ξεπεραστεί και θεωρούνται παρωχημένα. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμοστούν νέες διαστάσεις και τεχνικές και να μπουν νέα υλικά.
Ταυτόχρονα είναι αδήριτη ανάγκη να υιοθετηθούν πολύ προηγμένα Συστήματα Έγκαιρης Προειδοποίησης (Early Warning Systems), τα οποία υπάρχουν και χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή στον κόσμο και δη στις προηγμένες χώρες. Αυτά τα συστήματα μπορούμε να τα φέρουμε κι εδώ στην Ελλάδα, ώστε να γνωρίζουμε έγκαιρα το πότε αλλά και το πού θα «χτυπήσει» ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο.
Συνεπώς θα πρέπει να μάθουμε ως πολίτες με την κλιματική κρίση…
Σωστά, κύριε Παναγόπουλε. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την κλιματική κρίση, όπως παλιότερα μάθαμε να ζούμε με τους σεισμούς.
Θα πρέπει να βασιστούμε σε ένα βασικό αξιωματικό τρίπτυχο: Ενημέρωση (Awareness), Ετοιμότητα (Readiness) και Προετοιμασία (Preparedness).
Με βάση τις πρόσφατες δύο κακοκαρίες έχουν προκύψει κάποια σημαντικά νέα δεδομένα. Το γεωφυσικό ανάγλυφο ολόκληρων περιοχών έχει μεταβληθεί: Η λίμνη Κάρλα πλημμύρισε, ενώ άλλες περιοχές και χωριά όπως ο Βλοχός και η Μεταμόρφωση στην Καρδίτσα είτε εξαφανίστηκαν από το χάρτη είτε πλέον έχουν καταστεί εξαιρετικά ευάλωτες απέναντι σε μελλοντικά ακραία καιρικά φαινόμενα. Πώς θα πρέπει στο εξής να αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας τις φυσικές καταστροφές; Θα πρέπει να αποδεχθούμε την κλιματική αλλαγή και να αλλάξουμε προσανατολισμό στο θέμα π.χ. της αγροτικής εκμετάλλευσης, της οριοθέτησης χωριών και το σχεδιασμό των υποδομών εν γένει ή θα πρέπει πάμε κόντρα στη φύση, εμμένοντας στον υπάρχοντα σχεδιασμό;
Είναι σαφές ότι πρέπει να προσαρμόσουμε όλες τις δράσεις και δραστηριότητες που σχετίζονται με το περιβάλλον ακολουθώντας μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, η οποία να λαμβάνει υπόψη της τις σημαντικές αλλαγές του κλίματος αλλά και του τρόπου εκδήλωσης των φυσικών φαινομένων και των κινδύνων που προέρχονται από αυτά, όταν τα τελευταία εκδηλώνονται με μεγάλη ένταση.
Αναφερόμενος στα όσα ειδικότερα θίγετε θα πρέπει πράγματι να αναζητηθούν είδη καλλιεργειών τα οποία να προσιδιάζουν το δυνατόν περισσότερο στις μικροκλιματικές συνθήκες των περιοχών που χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια. Με τον τρόπο αυτό περιορίζονται κατά το δυνατόν οι όποιες επιπτώσεις της μεταβολής του κλίματος στα φυτά, διότι αυτά έχουν μεν να αντιμετωπίσουν την δυσμένεια αυτή, βρίσκονται όμως τουλάχιστον σε ένα ευνοϊκό κλιματεδαφικό περιβάλλον που θα τα υποστηρίζει, κάτι που αποδεικνύεται υποβοηθητικό.
Όσον αφορά την οριοθέτηση νέων περιοχών για μετεγκατάσταση οικισμών, είναι σαφές ότι είναι ένα μέτρο που θα βοηθήσει στην αποφυγή ή στο μετριασμό των πλημμυρικών επιπτώσεων, όμως στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται και κάποια κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν με την σύμφωνη γνώμη των μετακινούμενων. Πάντως έχουν υπάρξει δεκάδες περιπτώσεις μετακίνησης οικισμών στην χώρα μας στο παρελθόν, είτε εξαιτίας κατολισθητικών φαινομένων, είτε εξαιτίας ίδρυσης υδροηλεκτρικών εργοστασίων.
Τέλος, εξυπακούεται ότι πρέπει να υπάρξει ένας εντελώς εξαρχής αντιπλημμυρικός σχεδιασμός της ευρύτερης περιοχής, ξεκινώντας από τον ορεινό χώρο και καταλήγοντας στις εκβολές του μοναδικού αποδέκτη που είναι ο Πηνειός, σύμφωνα με τις τεχνικές και τα εργαλεία του σήμερα και όχι με αυτά των παρελθόντων δεκαετιών.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είχατε υπογραμμίσει πως εάν η ποσότητα βροχής που έπεσε στη Θεσσαλία, έπεφτε σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα, τότε θα είχαμε εκατοντάδες θύματα. Με βάση την επιστημονική σας εμπειρία, με ποιους τρόπους μπορεί να προστατευθεί στο μέλλον ένας μεγάλος αστικός ιστός (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη) απέναντι σε δυνητικά ακραία καιρικά φαινόμενα;
Η Αθήνα έχει μεγαλύτερο πρόβλημα όσον αφορά τον πλημμυρικό κίνδυνο σε σχέση με την Θεσσαλονίκη, για λόγους που έχουν να κάνουν με την γεωμορφολογία των περιξ και των δυο πόλεων περιοχών και της μορφομετρίας των χειμάρρων που τις διασχίζουν.
Ειδικότερα στην πρωτεύουσα η παντελής έλλειψη διήθησης των νερών της βροχής εξαιτίας του εξαιρετικά πυκνοδομημένου περιβάλλοντος, σε περίπτωση ραγδαίας βροχόπτωσης, ευνοεί την εμφάνιση μέσα σε ελάχιστα λεπτά έντονων απορροϊκών υδάτων σε πλατείες, πεζοδρόμια κλπ.. Τα ύδατα αυτά μόλις εισέλθουν στα ασφαλτοστρωμένα οδοστρώματα αποκτούν χαρακτηριστικά ταχύτατης ροής, όμοιας με αυτήν της κίνησης του νερού μέσα σε κανάλια, δεδομένου ότι οι δρόμοι έχουν σταθερές διαστάσεις και σχήμα, αποτελώντας έτσι έναν θανάσιμο κίνδυνο για πεζούς και οχήματα.
Είναι μονόδρομος η ανάγκη της επαναδιάνοιξης των φυσικών κοιτών των υδατορευμάτων που διασχίζουν το λεκανοπέδιο, ώστε να δοθεί διέξοδος σε μέρος των υδάτων που προαναφέραμε. Η δημιουργία «κήπων βροχής» (rain gardens) κατά τα πρότυπα μεγαλουπόλεων του εξωτερικού, αποτελεί ένα πρόσθετο βοηθητικό μέτρο. Το πλέον όμως σημαντικό είναι η αντιπλημμυρική θωράκιση της Πρωτεύουσας από τα ενδεχόμενα πλεονασματικά νερά του Κηφισού ποταμού.
Είναι ένα σύνθετο θέμα, υπάρχουν αρκετές προτεινόμενες λύσεις, όπως η πρόσφατα δημοσιευθείσα για λεκάνη εκτόνωσης στη Μεταμόρφωση, ή μια παλαιότερη που σχετιζόταν με τη δημιουργία διώρυγας απομάκρυνσης της περίσσειας των υδάτων, από το σημείο που αυτός ξεκινά την πεδινή διαδρομή του. Θα πρέπει να αναζητηθεί η βέλτιστη λύση χωρίς να παραβλέπονται τα έργα ορεινής υδρονομίας, στο άνω μέρος του.
Ένα ολόκληρο γεωγραφικό διαμέρισμα μετρά ήδη σοβαρές πληγές και ήδη υπάρχουν αρκετές διαμαρτυρίες για την επομένη ημέρα μετά τις πλημμύρες. Ποια μέτρα θα πρέπει να αποφασίσουν από κοινού κράτος και επιστημονικός κόσμος, ώστε να αποτραπούν στο μέλλον μια τέτοια φαινόμενα; Τι δεν λειτούργησε σωστά και τι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής;
Πρέπει κατ’ αρχάς να γίνουν άμεσα πολλά αναφορικά με την έγκαιρη ενημέρωση, την προετοιμασία και την ετοιμότητα των κατοίκων των ευαίσθητων περιοχών. Τα εργαλεία και οι τεχνικές υπάρχουν και ήδη εφαρμόζονται σε αρκετές προηγμένες χώρες.
Το πλημμυρικό νερό είναι προβλέψιμο ως προς την συμπεριφορά του και στην κίνησή του κατά χώρο και χρόνο. Σε αυτό διαφέρει από τον σεισμό και την πυρκαγιά που αφενός δεν είναι προβλέψιμοι κίνδυνοι και αφετέρου επενεργούν σε πολύ μικρότερο χρόνο.
Έχουμε συνεπώς μαζί με τα προαναφερθέντα εργαλεία τον χρόνο να προετοιμαστούμε και να αντιδράσουμε σωστά. Αυτή είναι η πρώτη κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κινηθεί το Κράτος και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Εν συνεχεία η χρήση καινοτόμων μετρητικών εργαλείων και μεθόδων μπορεί να βοηθήσει την επιστημονική κοινότητα να δημιουργήσει σύγχρονα προγνωστικά μοντέλα βροχόπτωσης και πλημμυρισμού εδάφους «Tailor Made», τα οποία θα μπορούν να προσφέρουν στον σχεδιασμό και κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων κατά περίπτωση και όχι ακολουθώντας ένα γενικό μοτίβο. Μην ξεχνάμε ότι ένας από τους θεμελιωτές της διευθέτησης πλημμυρικών υδάτων έλεγε: «Κάθε χείμαρρος ή ποταμός έχει τη δική του ατομική συμπεριφορά».
Μόνον έτσι θα υπάρξει δυνατότητα σωστής αντιμετώπισης του πλημμυρικού προβλήματος στο σύνολό του. Είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός οργάνου πανελλαδικής εμβέλειας, ενός οργανισμού αντιπλημμυρικής προστασίας κατά το πρότυπο του οργανισμού αντισειρμικής προστασίας. Θα συμμετέχουν κρατικοί αξιωματούχοι και επιστήμονες και θα είναι επιφορτισμένο με τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, την πρόληψη και την προστασία από πλημμύρες σε πανεθνικό επίπεδο, έχοντας και συνολικό συντονιστικό και επιπτικό ρόλο.
Μέσα σε ένα τρίμηνο ζήσαμε μια διπλή καταστροφή, αρχικά με τις πυρκαγιές και εν συνεχεία με τις πλημμύρες. Αρκετοί επιστήμονες εκτιμούν πως τα δύο αυτά φαινόμενα είναι αλληλένδετα. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Στην περίπτωση της πυρκαγιάς της Δαδιάς και της πλημμύρας της περιοχής της Θεσσαλίας, όπου αθροιστικά καταστράφηκαν από φλόγες ή νερά εκτάσεις ίσες με το άθροισμα δυο νησιών όπως η Λέσβος και η Θάσος, εξυπακούεται ότι δεν υπάρχει απ’ ευθείας σύνδεση.
Όμως η έκλυση θερμικής ενέργειας από τις εκτεταμένες πυρκαγιές στον πλανήτη, συντελεί και αυτή στην περαιτέρω θέρμανση, σύμφωνα με αρκετούς Επιστήμονες. Γνωρίζουμε όμως ότι η θέρμανση αυτή της Γης έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και εκδήλωση έντονων υδρομετεωρολογικών φαινομένων, που καταλήγουν σε ακραίες υδρομετεωρολογικές καταστροφές.
Κατ’ αυτή την έννοια ναι, υπάρχει μια εξ επαγωγής σύνδεση.